- στύππαξ
- Χαλκοπλάστης από την Κύπρο, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Εργάστηκε στην Αθήνα και αναφέρεται συχνά για το άγαλμά του «Σπλαγχνόπτης», που εικόνιζε ένα παιδί να ψήνει σπλάχνα ζώου και να φυσά τη φωτιά του βωμού. Το άγαλμα αυτό είχε στηθεί στην Ακρόπολη, κοντά στα προπύλαια.
* * *και δ. γρφ. στύπαξ, ὁ, Α(ως σκωπτικό παρωνύμιο τού Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) στυππειοπώλης*.[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. (αντί τού τ. στυππειοπώλης) σχηματισμένη από τη λ. στυππεῖον με επίθημα -αξ].
Dictionary of Greek. 2013.